Όποτε πηγαίναμε στο χωριό, λίγο μετά την Κνωσό, ο Αντώνης μετά από λίγο που θα το μάθαινε ότι ήρθαμε, ήταν εκεί να μας τιμήσει με την υποδοχή του.
Θέλαμε να πάμε να περιποιηθούμε το μνήμα της γιαγιάς, ο Αντώνης πρώτος και καλύτερος, να μας πάρει, να μας πάει, να μας βοηθήσει στην περιποίηση της κοιμωμένης, να φωνάξει τον μάστορα να βάλει ένα μάρμαρο που είχε σπάσει, να πάρει το μυστρί να κάνει το μερεμέτι που χρειαζόταν.
Χάλασε το αυτοκίνητο, ο Αντώνης να γνοιαστεί να το φτιάξει, ή να φωνάξει τον μηχανικό να έρθει στο σπίτι να βολέψει το αμάξι.
Ο Αντώνης να πάει στον «κήπο» να κόψει μερικά «κλωσούδια» και ντομάτες λαχταριστές να μας τις φέρει πεσκέσι.
Ο Αντώνης είχε πάρει σύνταξη, αλλά μόνο συνταξιούχος δεν ήταν. Με όλα ασχολούνταν. Κτίστης, αγρότης, μεταφορέας, τα πάντα. Και η κορμοστασιά του ίδια παλληκαριού, ψηλός, αδύνατος, είχε όλα του τα μαλλιά. Λεβέντης.
Και μερακλής. Στο σπίτι να ετοιμάσει ένα μεζέ με το τίποτε, μια ντοματούλα, ένα αγγουράκι, τυράκι. Μέχρι να αναλάβει η γυναίκα του, μια καπάτσα κρητικιά που καλίγωνε ψύλλο, να ετοιμάσει τραπέζι που θα το ζήλευε και ο καλύτερος σεφ της Αθήνας.
Ο Αντώνης, είναι θυμόσοφος, έχει άποψη για όλα τα θέματα, άμα δεν του αρέσει κάτι το λέει κατευθείαν χωρίς περιστροφές και κατά πρόσωπο, μα παπάς είναι αυτός, μα δάσκαλος, μα χωροφύλακας.
Είχαμε πάει στο μνημόσυνο, κι ο Αντώνης, να κανονίσει τα κόλλυβα μετά στο μοίρασμα, να στήσει το τραπεζάκι έξω από την είσοδο της εκκλησίας και να μοιράζει στους συμπάσχοντες.
Άμα έβλεπε κανένα στραβό θα τα έχωνε με τον τρόπο του, στον «αρμόδιο» επί τόπου. Είχα σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Αντώνης, δεν τα πήγαινε καλά με τα … εκκλησιαστικά.
Το βράδυ, είπαμε να πάμε να φάμε στον Άγιο Παντελεήμονα.
Μια πανέμορφη ρεματιά με το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα στην είσοδο της ρεματιάς και παρά πέρα ήταν η ταβερνούλα με την μεγάλη αυλή κάτω από τα δέντρα. Όλα καθαρά, ασπρισμένα και έτσι όπως ήταν φωτισμένα ήτανε μια ομορφιά. Να χαίρεσαι και να μη χορταίνεις.
Προχώρησα μπροστά να διαλέξω ένα τραπέζι να καθίσουμε και έσυρα την καρέκλα. Γύρισα να δω τον Αντώνη. Είχε πάει στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα και συγύριζε εκεί μουρμουρίζοντας 10 η ώρα το βράδυ.
—Νόμιζα ότι δεν τα πας καλά με τους Αγίους, αλλά σε βλέπω και τρίβεσαι εκεί στο εκκλησάκι.
—Αααα, με τον … Παντελή έχουμε άλλη σχέση. Τον ξέρω από παιδί. Εδώ μεγάλωσα.
—Και του μιλάς ή κάνω λάθος;
—Συνέχεια, ήταν η απάντηση μονολεκτικά.
—Και σου απαντάει;
—ΠΑΝΤΟΤΕ, είπε ο Αντώνης.